Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Η πιο μεγάλη ποίηση γράφετε με τα μάτια κι ο πιο μεγάλος έρωτας μ’ ένα φιλί στο χέρι.


Ποτέ δεν είναι αργά γι’ αγάπη
Τον κοίταξε έντονα στα μάτια. Μα τώρα πια δεν ήξερε ποιος είναι. Της κράταγε το αριστερό με το αριστερό του και με το δεξί την τάιζε, όπως τάιζε εκείνη τα μικρά μωρά τους κάποτε. Επτά. Επτά Ήλιοι. Επτά στερεώματα. Τα παιδιά τους. Τώρα ούτε εκείνα τα γνώριζε πια, δεν θυμόταν πως εκείνη τα γέννησε. Εκείνος την τάιζε και της έλεγε παραμύθι, όπως έκανε και εκείνη όταν τάιζε τα μωρά τους. Κι εκείνη τον κοίταζε στο μέτωπο, ποιος ξέρεις, μέσα στη σιωπή τού αλτσχάιμερ ίσως της θύμιζε τους πολλούς του ιδρώτες, τους ιδρώτες εκ κόπων, τους ιδρώτες εξ έρωτος, ποιος ξέρει, αμήχανο το βλέμμα της πλανιόταν μια στο μέτωπό του, μια στα μάτια του.

-Θεανώ, ωραία μου Θεανώ (ωραία την έβλεπε ακόμη ο ωραίος Άνθρωπος), πόσο πολύ σε αγαπώ, αυτό ποτέ μη το ξεχάσεις, της έλεγε και πάσχιζε με χάδι να της το θυμίσει. Και με φιλί στο αριστερό που της κρατούσε.

Ενενήντα χρόνια ζωής εκείνος, ογδόντα επτά εκείνη, τα εξήντα τρία μαζί, πόση ζωή τούς είχε ενώσει! Αλλά τώρα ήρθε η απώλεια του νου κι η αγάπη μονομερώς εκδηλωνόταν, φαινομενικά τουλάχιστον, αφού εκείνη, δίχως νου πια, δεν είχε πια δυνατότητα έκφρασης συναισθημάτων κι η ψυχή φαινόταν να αδρανούσε ενώπιον της απώλειας του νου.

-Θεανώ μου, αγαπημένη της ψυχής και των ματιών μου, της έλεγε και με το κουτάλι στο δεξί προσπαθούσε να της δώσει λίγη τροφή ακόμη. Την ήθελε να ζει….να ζει δίπλα του έστω έτσι, έστω χαμένη στο χάος της λήθης και της έδινε τροφή με το κουτάλι και με την ψυχή του, την γεμάτη πόνο. Μακάρι να τα είχα χάσει και εγώ έλεγε, αλλά πάλι, καλύτερα ας είμαι καλά. Όσην αγάπη κι αν της έχουν τα παιδιά μας, μόνο εγώ, ο σύντροφος ζωής, μόνο εγώ μπορώ να της χαρίσω τόσην όσην όρια δεν έχει.

Τον κοίταξε άλλη μία φορά στα μάτια, τ’ ανοιγόκλεισε κι έσπρωξε με το χέρι της το κουτάλι πέρα.

-Ωραία, χόρτασες λοιπόν καλή μου, έλα τώρα…

Της έπιασε το χέρι και την πήρε προς τον καναπέ. Κάθισαν δίπλα δίπλα και της χάιδεψε ξανά τα ολόλευκα μαλλιά. Κι εκείνη, ίδια κοπελιά που έρωτα ζητά, έγειρε το λευκό κεφάλι μέσα στην ωραία ανδρική αγκάλη κι ένας ύπνος, ο γλυκύτατος των ύπνων που άνθρωπος μπορεί να ζήσει, χαλάρωσε το σώμα της κι έκλεισε απαλά τα πάντα πράσινά της μάτια.

Χαλάρωσε κι ο γέροντας, μ’ εκείνην κουλουριασμένη όλην μες στην αγκαλιά του και τα μάτια του εκλείσανε κι εκείνου απαλά.

Μα πάνω εκεί στο γλάρωμα, εκείνη τράνταξε ολόκληρη, σφίχτηκε πιο πολύ, πολύ, πάρα πολύ απάνω του κι η ανάσα της εβάρυνε, βόγγος βαθύς στο στόμα της , τεντώθηκε, σήκωσε το βλέμμα της με ζόρι και τον κοίταξε στα μάτια, τον κοίταξε έντονα, τον κοίταξε βαθιά:

Παναγιώτη μου….αγάπη μου…., είπε και ξεψύχησε. Τον θυμήθηκε την ώρα εκείνη της αιώνιας αμνησίας.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου