Ποτέ δεν είναι αργά γι’ αγάπη
Τον κοίταξε έντονα στα μάτια. Μα τώρα πια δεν ήξερε ποιος είναι. Της κράταγε το αριστερό με το αριστερό του και με το δεξί την τάιζε, όπως τάιζε εκείνη τα μικρά μωρά τους κάποτε. Επτά. Επτά Ήλιοι. Επτά στερεώματα. Τα παιδιά τους. Τώρα ούτε εκείνα τα γνώριζε πια, δεν θυμόταν πως εκείνη τα γέννησε. Εκείνος την τάιζε και της έλεγε παραμύθι, όπως έκανε και εκείνη όταν τάιζε τα μωρά τους. Κι εκείνη τον κοίταζε στο μέτωπο, ποιος ξέρεις, μέσα στη σιωπή τού αλτσχάιμερ ίσως της θύμιζε τους πολλούς του ιδρώτες, τους ιδρώτες εκ κόπων, τους ιδρώτες εξ έρωτος, ποιος ξέρει, αμήχανο το βλέμμα της πλανιόταν μια στο μέτωπό του, μια στα μάτια του.