Τρίτη 20 Μαΐου 2014

BIA, DEXA, CT, MRI: Η αξία τους στη διαγνωστική προσέγγιση του παχύσαρκου

Εισαγωγή
Στο ανθρώπινο σώμα διακρίνονται κατά σύμβαση δύο συστατικά: ο λιπώδης ιστός (fat mass ή body fat) και ο μη λιπώδης ιστός (free fat mass ή άλιπη μάζα, lean mass). Οι άνδρες και γυναίκες φυσιολογικού σωματικού βάρους έχουν 12%-20% και 20%-30% λίπος, αντίστοιχα, ενώ σε αθλητές το ποσοστό λίπους μπορεί να είναι 6%-8%. Στο ανθρώπινο σώμα η αποθήκευση του λίπους γίνεται κυρίως υποδόρια και ενδοσπλαχνικά (αλλά μπορεί να συσσωρεύεται στους μύες στην 3η ηλικία). Οι διάφορες μέθοδοι ανάλυσης του σώματος βοηθούν στον καθορισμό τηςπαθολογικής κατανομής του λίπους.

Αδρά διακρίνονται δύο πρότυπα μεθόδων σωματικής ανάλυσης: το πρότυπο εκτίμησης δυο συστατικών (two component model), όπου θεωρείται ότι το σώμα αποτελείται από λιπώδη και μη λιπώδη μάζα (η δεύτερη με σταθερή σύσταση στους ενήλικες) και περιλαμβάνει μεθόδους όπως η βιοηλεκτρική αντίσταση των ιστών ή τις ανθρωπομετρικές μεθόδους και το πρότυπο που στηρίζεται στην εκτίμηση πολλών συστατικών του σώματος (multi-component model) και υπολογίζει τα επιμέρους συστατικά της άλιπης μάζας (δηλαδή τον μυϊκό ιστό, τα οστά, τους μαλακούς ιστούς και 
το νερό, καθώς και την επιμέρους κατανομή του λιπώδους ιστού), όπου στην κατηγορία αυτή, ανήκουν τεχνικές όπως η διπλή ενεργειακή απορρόφηση ακτίνων Χ (DEXA) και η αξονική/μαγνητική τομογραφία). 
Μέθοδος εκτίμησης δυο διαμερισμάτων του σώματος
Βιοηλεκτρική αντίσταση των ιστών (Bioelectrical impedance analysis - ΒΙΑ) 
Η μέθοδος στηρίζεται στο ότι το σωματικό λίπος αποτελεί κακό αγωγό στο ηλεκτρικό ρεύμα ενώ η άλιπη μάζα (με νερό και ηλεκτρολύτες) αποτελεί καλό αγωγό. Οι πλείστες των σχετικών συσκευών μέτρησης ΒΙΑ χρησιμοποιούν ηλεκτρικό ρεύμα τουλάχιστον δύο συχνοτήτων (υπάρχουν ωστόσο και συσκευές που χρησιμοποιούν ρεύμα μόνον μίας συχνότητας, βλ. παρακάτω) ώστε να εκτιμάται το σύνολο του σωματικού ύδατος, δηλαδή το ενδοκυττάριο και το εξωκυττάριο: όταν ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής ενέργειας (συνήθως 500 μΑ και συχνότητας 5 kHz) διοχετεύεται στο σώμα μέσω ηλεκτροδίων που έχουν τοποθετηθεί στα άκρα μετράται η συνολική αντίσταση των ιστών (ανάλογα με την ευκολία διέλευσης από το ολοσωματικό ύδωρ) ενώ ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας (>50 kΗz) μπορεί να υπερκαλύπτει την αντίσταση των κυτταρικών μεμβρανών (παρέχοντας τη δυνατότητα εκτίμησης του ενδοκυττάριου ύδατος. Οι εφαρμοζόμενες συχνότητες ποικίλλουν συνήθως από 5 kHz έως 200 kHz. Παραλλαγές της ΒΙΑ χρησιμοποιούν φασματομετρία (με πολύ πιο περίπλοκες εξισώσεις) ενώ δοκιμάζεται τμηματική ΒΙΑ – και οι δύο παραλλαγές αποδίδουν αποτελέσματα με πολύ μεγάλες αποκλίσεις από άτομο σε άτομο και με διαφορετικές νοσολογίες. 
Κατά σύμβαση θεωρείται ότι η ποσότητα νερού αποτελεί το 73% της άλιπης μάζας. Η διαφορά της άλιπης μάζας από το σωματικό βάρος μας δίνει το σωματικό λίπος. Με τη ΒΙΑ η διακύμανση των τιμών στο ίδιο άτομο φθάνει μέχρι και 3%-4% και αντίστοιχου εύρους είναι και το ποσοστό σφάλματος της μεθόδου. Η BΙA είναι φθηνή, εύχρηστη, δεν ακτινοβολεί το άτομο και χρησιμοποιείται ήδη ευρέως με ικανοποιητικά αποτελέσματα, όμως η ακρίβεια της ανάλυσης εξαρτάται από τις εξισώσεις που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των συστατικών του σώματος (βάσει των εξισώσεων τα άκρα συνεισφέρουν περισσότερο στην αντίσταση του σώματος απ’όσο ο κορμός). Απαιτείται προετοιμασία με επαρκή ενυδάτωση, αποφυγή άσκησης και λήψης τροφής για 4 ώρες και αλκοόλ για 48 ώρες πριν την εξέταση (μειώνουν την αντίσταση) ενώ είναι σκόπιμη η αποφυγή λήψης διουρητικών. Φαίνεται ότι σε άτομα με δείκτη μάζας σώματος > 40 kg/m2 υπερεκτιμάται το σωματικό ύδωρ και η μυϊκή μάζα 
ενώ υποτιμάται το ποσοστό λίπους. Επίσης συσκευές BΙΑ που χρησιμοποιούν ρεύμα μίας συχνότητας, δεν εκτιμούν το ενδοκυττάριο νερό και έχουν περιορισμούς στην εφαρμογή τους στα παχύσαρκα άτομα. Η ΒΙΑ προτείνεται για μακροχρόνια παρακολούθηση (με περιορισμό σε άτομα με δείκτη μάζας σώματος 16-34 kg/m2, χωρίς διαταραχές ύδατος/ηλεκτρολυτών). Οικιακές συσκευές ΒΙΑ δίκην ζυγού είναι χρήσιμες για παρακολούθηση της μεταβολής του ποσοστού του σωματικού λίπος σε παχύσαρκους όταν κάνουν δίαιτα (δεδομένης της χαμηλής ακρίβειάς τους). 
Μέθοδοι εκτίμησης πολλών διαμερισμάτων του σώματος
1. Διπλή ενεργειακή απορρόφηση ακτίνων Χ (Dual-energy X-ray absorptiometry) 
Με τη DEXA μελετώνται 3 συστατικά του σώματος δηλαδή ο μυϊκός ιστός, ο λιπώδης και η οστική μάζα συνήθως σε 10-20 min με ελάχιστη έκθεση σε ακτινοβολία (περίπου το 10% μιας ακτινογραφίας θώρακος). Εκτιμάται η σύσταση του σώματος συνολικά αλλά και κατά περιοχές και κατά συνέπεια είναι ιδανική για την εκτίμηση της κοιλιακής παχυσαρκίας, με περιορισμούς ωστόσο στα παχύσαρκα άτομα ενώ δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το υποδόριο από το ενδοσπλαγχνικό λίπος. Οι υπολογισμοί με DEXA βασίζονται εν μέρει στην παραδοχή ότι η ενυδάτωση του άλιπου ιστού είναι ίση με 73% (ενώ στην πράξη κυμαίνεται από 67%-85%). Η διακύμανση των ευρημάτων της είναι 1,73% για την εκτίμηση του λιπώδους ιστού και 3% για την εκτίμηση του ενδοκοιλιακού λίπους. Η DEXA αποτελεί σύγχρονη μέθοδο αναφοράς για την εκτίμηση της σύστασης του σώματος του παχύσαρκου ατόμου πριν και κατά την απώλεια βάρους και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της αξιοπιστίας άλλων μεθόδων.
2. Αξονική τομογραφία (Computed tomography - CT)
Η αξονική τομογραφία δίνει πληροφορίες για τον μυϊκό και λιπώδη ιστό καθώς μπορεί να υπολογιστεί ο όγκος και η επιφάνεια των επιμέρους οργάνων, να διακριθεί επακριβώς το υποδόριο από το ενδοσπλαχνικό κοιλιακό λίπος (με διακύμανση < 1% για το σωματικό λίπος). Για την εκτίμηση του συνολικού κοιλιακού λίπους, εκτελείται μία τομή στο ύψος Ο4 ή Ο5 (ίσως Ο1-Ο2 να είναι ακριβέστερη θέση, τουλάχιστον για καυκάσιους άνδρες). Για το κοιλιακό λίπος τα πρωτόκολα ποικίλλουν. Μπορεί να υπολογίσει τη στεάτωση του ήπατος των παχύσαρκων (και να συγκρίνει την περιεκτικότητά του σε λίπος σε σύγκριση με άλλους γειτονικούς ιστούς ή το σπλήνα) και το επικαρδιακό, μυοκαρδιακό ή περικαρδιακό λίπος αλλά η αλληλεπικάλυψη τιμών συγκριτικά με φυσιολογικά άτομα είναι μεγάλη. Αν και μπορεί να αποτελεί μέθοδο αναφοράς δεν χρησιμοποιείται στην καθημερινή κλινική πράξη λόγω της υψηλής δόσης ακτινοβολίας και του υψηλού κόστους.
3. Μαγνητική τομογραφία (Μagnetic resonance imaging - MRI)
Η μέθοδος ως προς το αποτέλεσμα και την ακρίβεια προσομοιάζει στην αξονική χωρίς το άτομο να ακτινοβολείται και έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να διακρίνει και να εκτιμήσει το λιπώδη ιστό ακόμη και σε δύσκολα σημεία όπως π.χ. το λίπος γύρω και μέσα στους μύες (το οποίο φαίνεται ότι σχετίζεται με την ινσουλινοαντίσταση αλλά και τις μεταβολικές επιπλοκές της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη τ. 2) αλλά και στο ήπαρ ή την καρδιά. Παρόλ’αυτά σε σχέση με την αξονική τομογραφία, παρέχει μικρότερη ακρίβεια σε ότι αφορά την εκτίμηση και διάκριση του σπλαχνικού λίπους και εμφανίζει «θόρυβο» από τις αναπνευστικές κινήσεις. 
Συμπέρασμα
Οι μέθοδοι εκτίμησης της σύστασης του σώματος που παρουσιάστηκαν έχουν κυρίως εφαρμογή σε επιδημιολογικές και εργαστηριακές μελέτες σχετικές με την παχυσαρκία ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ 3 ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ αλλά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επίσης και στην κλινική εκτίμηση της παχυσαρκίας στην καθημερινή ιατρική πράξη. 
Ειδικότερα, η ΒΙΑ μπορεί να χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του σωματικού λίπους και της απώλειας του σε περιπτώσεις μέτριας παχυσαρκίας στην καθημερινή κλινική πράξη. Η DEXA φαίνεται ότι αποτελεί πλέον τη μέθοδο εκλογής για την αντικειμενική εκτίμηση της παχυσαρκίας. Απεικονιστικές μέθοδοι εκτίμησης πολλών συστατικών όπως η αξονική και μαγνητική τομογραφία προσφέρουν τη δυνατότητα λεπτομερούς υπολογισμού της ποσότητας του σωματικού λίπους και της κατανομής του, έχουν όμως ιδιαίτερα υψηλό κόστος. Αναφορικά με την ακρίβεια του προσδιορισμού του σωματικού λίπος οι μέθοδοι που αναφέραμε θα μπορούσαν να καταταγούν κατά φθίνουσα ακολουθία ως εξής: CT > MRI > DΕXA > BIA.
Ι. Ηλίας, Κ. Μιχαλάκης
Τμ. Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη & Μεταβολισμού
Νοσ. Ε. Βενιζέλου, Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου